- διπλοπόδης
- ο (Μ διπλοπόδης)νεοελλ.αυτός που κάθεται με τα πόδια διπλωμένα, σταυρωμέναμσν.εκείνος που στέκεται με τους μηρούς κλειστούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < διπλο-* + πόδι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διπλ(ο) — (διπλούς, διπλός) α συνθετικό λέξεων που δηλώνουν διπλασιασμό ή επανάληψη τής σημασίας τού β συνθετικού π.χ. διπλοπρόσωπος, διπλοπαρακαλώ ΣΥΝΘ. αρχ. διπλοείματος, διπλωδούμαι μσν. διπλοεντέληνος, διπλοκαλαμαράτος, διπλοπαλαιολόγος,… … Dictionary of Greek